- αυτοσύμβαση
- ηη σύναψη σύμβασης στην οποία ενεργεί ένα μόνο πρόσωπο που συμβάλλεται αφενός για τον εαυτό του και αφετέρου ως αντιπρόσωπος του αντισυμβαλλομένου του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοδικαιοπραξία — η αυτοσύμβαση* … Dictionary of Greek